κονφετί

κονφετί
το
βλ. κομφετί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομφετί — και κονφετί, το συν. στον πληθ. τα κομφετί ή κονφετί μικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από χαρτί που πετούν ο ένας στον άλλο κατά τις απόκριες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. confetti < ιταλ. confetti, πληθ. τού confetto] …   Dictionary of Greek

  • κομφετί — κομφετί, το και κονφετί, το (λ. γαλλ. ή ιταλ.), άκλ., μικρά στρογγυλά τεμάχια έγχρωμου χαρτιού που τα πετούν ο ένας στον άλλο όσοι διασκεδάζουν κατά τις ημέρες της Αποκριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”